μεταβορικός

μεταβορικός
-ή, -ό
φρ. «μεταβορικό οξύ»
χημ. ανόργανο οξύ το οποίο παρασκευάζεται με αφυδάτωση του βορικού οξέος, με παρατεταμένη θέρμανση από στους 80° έως τους 100° C.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”